- μακαριά
- μακαρία η1) поминальный пирог; 2) поминки
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μακαρία — μακαρίᾱ , μακάριος blessed fem nom/voc/acc dual μακαρίᾱ , μακάριος blessed fem nom/voc sg (attic doric aeolic) μακαρίᾱ , μακαρία happiness fem nom/voc/acc dual μακαρίᾱ , μακαρία happiness fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μακαρίᾳ — μακαρίᾱͅ , μακάριος blessed fem dat sg (attic doric aeolic) μακαρίαι , μακαρία happiness fem nom/voc pl μακαρίᾱͅ , μακαρία happiness fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μακαρία — Μακαρίᾱ , Μακαρίη fem nom/voc/acc dual Μακαρίᾱ , Μακαρίη fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μακαρίᾳ — Μακαρίᾱͅ , Μακαρίη fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μακαρία — I Μυθολογικό πρόσωπο. Κόρη του Ηρακλή, η οποία μετά την φυγή των Ηρακλειδών στην Τετράπολη της Αττικής θυσιάστηκε με τη θέλησή της υπακούοντας σε κάποιον χρησμό, σύμφωνα με τον οποίο εξασφαλιζόταν έτσι η νίκη των Αθηναίων εναντίον του Ευρυσθέα.… … Dictionary of Greek
μακαριά — I Μυθολογικό πρόσωπο. Κόρη του Ηρακλή, η οποία μετά την φυγή των Ηρακλειδών στην Τετράπολη της Αττικής θυσιάστηκε με τη θέλησή της υπακούοντας σε κάποιον χρησμό, σύμφωνα με τον οποίο εξασφαλιζόταν έτσι η νίκη των Αθηναίων εναντίον του Ευρυσθέα.… … Dictionary of Greek
μακαριά — η 1. τεμάχια ψωμιού που μοιράζονται μετά την κηδεία ή το μνημόσυνο, η ψυχόπιτα: Μετά την ταφή μάς πρόσφεραν μακαριά. 2. το δείπνο που πραγματοποιείται μετά την κηδεία ή το μνημόσυνο στο σπίτι του νεκρού, η παρηγοριά: Κανείς δε μιλούσε στη… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μακάρια — μακάριος blessed neut nom/voc/acc pl μακάριος blessed neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μακαρίας — μακαρίᾱς , μακάριος blessed fem acc pl μακαρίᾱς , μακάριος blessed fem gen sg (attic doric aeolic) μακαρίᾱς , μακαρία happiness fem acc pl μακαρίᾱς , μακαρία happiness fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μακαρίαι — μακαρίᾱͅ , μακάριος blessed fem dat sg (attic doric aeolic) μακαρία happiness fem nom/voc pl μακαρίᾱͅ , μακαρία happiness fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μακαρίαν — μακαρίᾱν , μακάριος blessed fem acc sg (attic doric aeolic) μακαρίᾱν , μακαρία happiness fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)